πρέσβεα

πρέσβεα
ἡ, Α
βλ. πρέσβα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρέσβεα — fem nom/voc sg πρέσβις ambassador fem acc sg πρέσβος object of reverence neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέσβα — και πρέσβεα και πρέσβεια, ἡ, Α (ως επικ. τ. θηλ. τού πρέσβυς) 1. σεβαστή, τιμημένη 2. ως κύριο όν. Πρέσβα α) (στην Ιλιάδα) προσωνυμία τής Ήρας β) (στην Οδύσσεια) προσωνυμία θνητής γ) προσωνυμία τής Δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικοί τ. θηλ. τού πρέσβυς*… …   Dictionary of Greek

  • πρέσβη — ἡ, ΜΑ πρέσβα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί πρέσβεα* για μετρ. λόγους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”